ἄκερχνος

ἄκερχνος
ἄκερχνος
without hoarseness
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άκερχνος — ἄκερχνος, ον (Α) [κέρχνος] 1. αυτός που δεν έχει βραχνάδα 2. αυτός που θεραπεύει τη βραχνάδα …   Dictionary of Greek

  • ἄκερχνον — ἄκερχνος without hoarseness masc/fem acc sg ἄκερχνος without hoarseness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”